Επιχορήγηση στα δανικά

Μετάφραση: επιχορήγηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten
Επιχορήγηση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχορήγηση

επιχορήγηση οαεδ, επιχορήγηση επιχειρήσεων να προσλάβουν ανέργους 30-66 ετών, επιχορήγηση νέων επιχειρήσεων 2014, επιχορήγηση μκο, επιχορήγηση επιχειρήσεων, επιχορήγηση λεξικό γλώσσας δανικά, επιχορήγηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιχειρηματολογώ στα δανικά - diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde
  • επιχειρώ στα δανικά - forsøg, forsøg på, forsøget, forsøger, forsøge
  • επιχορηγώ στα δανικά - subsidiere, tilskud, tilskud til, yde støtte, yde tilskud
  • επιχρυσώνω στα δανικά - Gild, forgylde, af Gild
Τυχαίες λέξεις
Επιχορήγηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten