Επιχορήγηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιχορήγηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχορήγηση
επιχορήγηση οαεδ, επιχορήγηση επιχειρήσεων να προσλάβουν ανέργους 30-66 ετών, επιχορήγηση νέων επιχειρήσεων 2014, επιχορήγηση μκο, επιχορήγηση επιχειρήσεων, επιχορήγηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιχορήγηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιχειρηματολογώ στα ισλανδικά - ég halda því fram, held ég því fram, Þótt ég líti, ég líti, ég líti svo
- επιχειρώ στα ισλανδικά - tilraun, reyna, tilraun til, reynt, að reyna
- επιχορηγώ στα ισλανδικά - veita, gefa, styrkur, veiting, niðurgreiða, að niðurgreiða, greiða niður, ...
- επιχρυσώνω στα ισλανδικά - gylla, gild
Τυχαίες λέξεις
Επιχορήγηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
Μεταφράσεις: niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks