Εποφθαλμιώ στα δανικά
Μετάφραση: εποφθαλμιώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begære, begærer, tragte efter, begjere, tragte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εποφθαλμιώ
εποφθαλμιά λεξικο, εποφθαλμιά συνώνυμα, εποφθαλμιά κλιση, εποφθαλμιώ λεξικό γλώσσας δανικά, εποφθαλμιώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- επουράνιος στα δανικά - himmelske, Heavenly, vor himmelske, himmelsk, min himmelske
- επουσιώδης στα δανικά - uvæsentlig, uvæsentligt, irrelevant, immateriel, uvæsentlige
- εποχή στα δανικά - periode, alder, tidsalder, epoke, alderstrin, årstid, sæson, ...
- εποχικός στα δανικά - sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet
Τυχαίες λέξεις
Εποφθαλμιώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begære, begærer, tragte efter, begjere, tragte
Μεταφράσεις: begære, begærer, tragte efter, begjere, tragte