Εποφθαλμιώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: εποφθαλμιώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begeren, begeert, begeer, te begeren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εποφθαλμιώ
εποφθαλμιά λεξικο, εποφθαλμιά συνώνυμα, εποφθαλμιά κλιση, εποφθαλμιώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εποφθαλμιώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επουράνιος στα ολλανδικά - hemels, goddelijk, hemelse, paradijselijk, hemel, de hemelse
- επουσιώδης στα ολλανδικά - onverschillig, lauw, onbelangrijk, onstoffelijk, immateriële, immaterieel, irrelevant
- εποχή στα ολλανδικά - tijdperk, tijdsgewricht, ouderdom, leeftijd, seizoen, het seizoen, hoog, ...
- εποχικός στα ολλανδικά - seizoensgebondenheid, seizoensinvloeden, seizoensgebonden, seizoenseffecten, seizoengevoeligheid
Τυχαίες λέξεις
Εποφθαλμιώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: begeren, begeert, begeer, te begeren
Μεταφράσεις: begeren, begeert, begeer, te begeren