Εραστής στα δανικά

Μετάφραση: εραστής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elsker, kæreste, lover, elskers, elskerinde
Εραστής στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εραστής

εραστής για κλάματα (1988), εραστής για κλάματα, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 8, εραστής δυτικών προαστίων, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 5, εραστής λεξικό γλώσσας δανικά, εραστής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ερασιτέχνης στα δανικά - amatør, Amateur, Amator, denne amator, amatører
  • ερασιτεχνικός στα δανικά - hammy
  • εργάζομαι στα δανικά - fungere, værk, arbejde, virke, arbejdet, arbejder, arbejdsprogram
  • εργάτης στα δανικά - arbejder, arbejdstager, arbejdstageren, arbejdstagere
Τυχαίες λέξεις
Εραστής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elsker, kæreste, lover, elskers, elskerinde