Εραστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: εραστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
minnaar, vrijster, minnares, geliefde, vriend, vriendin, liefhebber, minnaar van, lover
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εραστής
εραστής για κλάματα (1988), εραστής για κλάματα, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 8, εραστής δυτικών προαστίων, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 5, εραστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εραστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ερασιτέχνης στα ολλανδικά - liefhebber, dilettant, knutselaar, amateur, amateurs
- ερασιτεχνικός στα ολλανδικά - liefhebber, dilettant, amateur, hammy, van Hammy
- εργάζομαι στα ολλανδικά - werken, maken, emplooi, arbeid, werkplek, werk, voortbrengen, ...
- εργάτης στα ολλανδικά - werkman, arbeider, werkkracht, werker, werkster, werknemer, werknemers
Τυχαίες λέξεις
Εραστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: minnaar, vrijster, minnares, geliefde, vriend, vriendin, liefhebber, minnaar van, lover
Μεταφράσεις: minnaar, vrijster, minnares, geliefde, vriend, vriendin, liefhebber, minnaar van, lover