Κάλτσα στα δανικά

Μετάφραση: κάλτσα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sok, sock, sokken, strømpen, strømpe
Κάλτσα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάλτσα

κάλτσα με σιλικόνη, κάλτσα σιλικόνης, κάλτσα στα ελληνικά, κάλτσα για καλώδια, κάλτσα συμπίεσης varisan, κάλτσα λεξικό γλώσσας δανικά, κάλτσα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κάκωση στα δανικά - skade, skaden, skader, personskade
  • κάλπικος στα δανικά - falsk, pseudo, pseudo-
  • κάλυμμα στα δανικά - dæksel, cover, dækning, dækslet, dække
  • κάλυψη στα δανικά - dækning, dækningen, dækningsområde
Τυχαίες λέξεις
Κάλτσα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sok, sock, sokken, strømpen, strømpe