Κάλτσα στα τούρκικα
Μετάφραση: κάλτσα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çorap, sock, bir çorap, soket çorap
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάλτσα
κάλτσα με σιλικόνη, κάλτσα σιλικόνης, κάλτσα στα ελληνικά, κάλτσα για καλώδια, κάλτσα συμπίεσης varisan, κάλτσα λεξικό γλώσσας τούρκικα, κάλτσα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κάκωση στα τούρκικα - yara, hasar, yaralanma, yaralanması, hasarı, yaralanmalar
- κάλπικος στα τούρκικα - sahte, dolandırıcı, taklit, sözde, pseudo, yalancı, psödo
- κάλυμμα στα τούρκικα - kapak, kapağı, kapağını, örtüsü, örtü
- κάλυψη στα τούρκικα - kapsama, kapsamı, kapsama alanı, kapsam, karşılama
Τυχαίες λέξεις
Κάλτσα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çorap, sock, bir çorap, soket çorap
Μεταφράσεις: çorap, sock, bir çorap, soket çorap