Κάλτσα στα ολλανδικά
Μετάφραση: κάλτσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sok, sokken, sock, sok van, De sok
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάλτσα
κάλτσα με σιλικόνη, κάλτσα σιλικόνης, κάλτσα στα ελληνικά, κάλτσα για καλώδια, κάλτσα συμπίεσης varisan, κάλτσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κάλτσα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κάκωση στα ολλανδικά - kwetsuur, letsel, verwonding, blessure, schade, verwondingen
- κάλπικος στα ολλανδικά - nabootsing, vervalsing, namaak, vervalsen, navolging, bedrieger, vals, ...
- κάλυμμα στα ολλανδικά - wikkel, kruisband, verpakking, banderol, deksel, omslag, dekking, ...
- κάλυψη στα ολλανδικά - assurantie, verzekering, dekking, de dekking, bereik, dekking van
Τυχαίες λέξεις
Κάλτσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sok, sokken, sock, sok van, De sok
Μεταφράσεις: sok, sokken, sock, sok van, De sok