Καβαλιέρος στα δανικά
Μετάφραση: καβαλιέρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
escort, eskorte, ledsagelse, ledsager
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καβαλιέρος
καβαλιέρος μήλος, καβαλιέροσ δημήτρησ, τυπογραφείο καβαλιέρος, καβαλιέρος μαρκουίζος, καβαλιέρος travel, καβαλιέρος λεξικό γλώσσας δανικά, καβαλιέρος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καίω στα δανικά - brænde, ætse, stangarm, armen, sear, aftrækkerdelen
- καβάκι στα δανικά - Kavaki
- καβγάς στα δανικά - ro, mundhuggeri, række, skænderi, kamp, kampen, bekæmpelse, ...
- καβγατζής στα δανικά - kampspil, Slagsbroder, Brawler, slagsbror
Τυχαίες λέξεις
Καβαλιέρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: escort, eskorte, ledsagelse, ledsager
Μεταφράσεις: escort, eskorte, ledsagelse, ledsager