Καβαλιέρος στα ουκρανικά
Μετάφραση: καβαλιέρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ескортувати, супроводжувати, ескорт, супроводити, супровід
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καβαλιέρος
καβαλιέρος μήλος, καβαλιέροσ δημήτρησ, τυπογραφείο καβαλιέρος, καβαλιέρος μαρκουίζος, καβαλιέρος travel, καβαλιέρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καβαλιέρος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καίω στα ουκρανικά - підгоряти, опік, випал, пропалювати, обпалити, обпікати, вигоріти, ...
- καβάκι στα ουκρανικά - фат, чепурун, Kavaki
- καβγάς στα ουκρανικά - шум, наганяй, шуміти, низка, галас, протестувати, боротьба, ...
- καβγατζής στα ουκρανικά - сварки, скандаліст
Τυχαίες λέξεις
Καβαλιέρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ескортувати, супроводжувати, ескорт, супроводити, супровід
Μεταφράσεις: ескортувати, супроводжувати, ескорт, супроводити, супровід