Καράτι στα δανικά
Μετάφραση: καράτι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
karat, carat, karat alm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καράτι
καράτι (καθαρότητα), καράτι γραμμάρια, 1 καράτι, καράτι χρυσού, καράτι διαμάντι, καράτι λεξικό γλώσσας δανικά, καράτι στα δανικά
Μεταφράσεις
- καπό στα δανικά - motorhjelm, Hood, hætte, hætten, emhætten
- καράτε στα δανικά - karate, Karate
- καράφα στα δανικά - karaffel, carafe, karaflen, kanden, kande
- καρέ στα δανικά - check, bankanvisning, frames, rammer, billeder, stel, rammerne
Τυχαίες λέξεις
Καράτι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: karat, carat, karat alm
Μεταφράσεις: karat, carat, karat alm