Καρφίτσα στα δανικά

Μετάφραση: καρφίτσα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
broche
Καρφίτσα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρφίτσα

καρφίτσα εφημερίδα, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα ονειροκρίτης, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα οργάνωση, καρφίτσα λεξικό γλώσσας δανικά, καρφίτσα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καρυκεύω στα δανικά - aroma, krydderi, Spice, krydderier, krydderiet, af Spice
  • καρφί στα δανικά - nagle, søm, negl, nail, negle, neglen
  • καρφώνω στα δανικά - pind, PEG, tap, tappen
  • καρχαρίας στα δανικά - haj, shark, hajer, hajen
Τυχαίες λέξεις
Καρφίτσα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: broche