Καρφίτσα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: καρφίτσα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брош, брошка
Καρφίτσα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρφίτσα

καρφίτσα εφημερίδα, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα ονειροκρίτης, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα οργάνωση, καρφίτσα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καρφίτσα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • καρυκεύω στα σλαβομακεδονικά - зачин, зачини, зачинот, зачините
  • καρφί στα σλαβομακεδονικά - клинецот, ноктите, шајка, нокти, ноктот, помине
  • καρφώνω στα σλαβομακεδονικά - колче, врзувањето, фиксниот девизен курс, фиксирањето, врзување
  • καρχαρίας στα σλαβομακεδονικά - ајкулата, ајкула, од ајкула, ајкули, на ајкула
Τυχαίες λέξεις
Καρφίτσα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: брош, брошка