Καρφίτσα στα ουγγρικά

Μετάφραση: καρφίτσα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pecek, bross, melltűt, kitűző, melltű, brossal
Καρφίτσα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρφίτσα

καρφίτσα εφημερίδα, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα ονειροκρίτης, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα οργάνωση, καρφίτσα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καρφίτσα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καρυκεύω στα ουγγρικά - íz, légkör, fűszer, spice, fűszeres, fûszerrel, fûszer
  • καρφί στα ουγγρικά - díszgomb, szegecs, szeg, oszlopfa, álló-tag, mén, ménes, ...
  • καρφώνω στα ουγγρικά - szeg, PEG, a PEG, leértékeléses
  • καρχαρίας στα ουγγρικά - cápa, Shark, cápát, a cápa
Τυχαίες λέξεις
Καρφίτσα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pecek, bross, melltűt, kitűző, melltű, brossal