Καρφίτσα στα ολλανδικά
Μετάφραση: καρφίτσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kegel, borstspeld, naald, speld, broche
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρφίτσα
καρφίτσα εφημερίδα, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα ονειροκρίτης, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα οργάνωση, καρφίτσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καρφίτσα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καρυκεύω στα ολλανδικά - aroma, specerij, geur, kruiden, kruid, specerijen, spice
- καρφί στα ολλανδικά - draadnagel, spijker, nagelen, nagel, spijkeren, nail, namen, ...
- καρφώνω στα ολλανδικά - klinkbout, vastklinken, klinknagel, pin, kapstok, ploeteren, PEG, ...
- καρχαρίας στα ολλανδικά - haai, shark, haaien, de Haai, van de Haai
Τυχαίες λέξεις
Καρφίτσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kegel, borstspeld, naald, speld, broche
Μεταφράσεις: kegel, borstspeld, naald, speld, broche