Καρφίτσα στα ουκρανικά

Μετάφραση: καρφίτσα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брошка, звідники, брошку, Брошь
Καρφίτσα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρφίτσα

καρφίτσα εφημερίδα, καρφίτσα στα αγγλικά, καρφίτσα ονειροκρίτης, καρφίτσα τσόχα, καρφίτσα οργάνωση, καρφίτσα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καρφίτσα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καρυκεύω στα ουκρανικά - смак, спеція, присмак, аромат, спеції
  • καρφί στα ουκρανικά - забивати, запонка, кнопка, забити, ніготь, цвях, пазур, ...
  • καρφώνω στα ουκρανικά - гіпопотам, бегемот, кілочок, кілок, колишек
  • καρχαρίας στα ουκρανικά - пожирати, лихвар, акула
Τυχαίες λέξεις
Καρφίτσα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: брошка, звідники, брошку, Брошь