Κατακρατώ στα δανικά
Μετάφραση: κατακρατώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
holde, beholde, tilbageholde, at tilbageholde, nægte, tilbageholder, afslå
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατακρατώ
κατακρατώ λεξικό γλώσσας δανικά, κατακρατώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατακλύζω στα δανικά - pakke, oversvømmelse, overvælde, overvælder, overmander, overmande, at overvælde
- κατακρίνω στα δανικά - dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette
- κατακραυγή στα δανικά - råb, skrig, ramaskrig, opstandelse, opråb
- κατακτητής στα δανικά - erobrer, sejrherre, Erobreren, Conqueror, Erobrerens
Τυχαίες λέξεις
Κατακρατώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: holde, beholde, tilbageholde, at tilbageholde, nægte, tilbageholder, afslå
Μεταφράσεις: holde, beholde, tilbageholde, at tilbageholde, nægte, tilbageholder, afslå