Skrænt στα ελληνικά
Μετάφραση: skrænt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, πλαγιά, λοφοπλαγιά, κατηφορίζω, κρημνός, γκρεμό, escarpment, γκρεμού, γκρεμός
Μεταφράσεις
- skrædder στα ελληνικά - ράπτης, ράφτης, tailor, παραγγελία, εξατομικευμένη, εξατομικευμένες
- skræk στα ελληνικά - σύλληψη, φόβος, ταραχή, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
- skrøbelig στα ελληνικά - λεπτός, μαλθακός, εύθραυστος, φίνος, αδύναμος, εύθραυστο, εύθραυστη, ...
- skubbe στα ελληνικά - σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Τυχαίες λέξεις
Skrænt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, πλαγιά, λοφοπλαγιά, κατηφορίζω, κρημνός, γκρεμό, escarpment, γκρεμού, γκρεμός
Μεταφράσεις: γέρνω, πλαγιά, λοφοπλαγιά, κατηφορίζω, κρημνός, γκρεμό, escarpment, γκρεμού, γκρεμός