Κερδίζω στα δανικά

Μετάφραση: κερδίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opnå, fortjene, få, vinde, win, sejr, Vind, gevinst
Κερδίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κερδίζω

κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω λεξικό γλώσσας δανικά, κερδίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κεραμική στα δανικά - keramik, keramiske, keramiske materialer, keramisk
  • κεραμικός στα δανικά - keramik, keramisk, keramiske, af keramik
  • κερδομανής στα δανικά - kerdomanis
  • κερδοσκοπία στα δανικά - spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen
Τυχαίες λέξεις
Κερδίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opnå, fortjene, få, vinde, win, sejr, Vind, gevinst