Κερδίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κερδίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įgyti, pasiekti, uždirbti, laimėti, laimėjimas, Laimėk, Win, Laimėkite
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδίζω
κερδίζω χρόνο στα αγγλικά, κερδίζω τισ εντυπώσεισ, κερδίζω χρόνο, κερδίζω χρήματα, κερδίζω χρόνο μετάφραση, κερδίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κερδίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κεραμική στα λιθουανικά - keramika, keramikos, Ceramics, Fajanso gaminiai, keramikai
- κεραμικός στα λιθουανικά - keramikos, keramika, keraminės, keraminių, keraminė
- κερδομανής στα λιθουανικά - kerdomanis
- κερδοσκοπία στα λιθουανικά - spekuliacija, spekuliacijos, spekuliacijų, spekuliavimas
Τυχαίες λέξεις
Κερδίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įgyti, pasiekti, uždirbti, laimėti, laimėjimas, Laimėk, Win, Laimėkite
Μεταφράσεις: įgyti, pasiekti, uždirbti, laimėti, laimėjimas, Laimėk, Win, Laimėkite