Κηλίδα στα δανικά

Μετάφραση: κηλίδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plet, sted, stedet, spot, godt
Κηλίδα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κηλίδα

κηλίδα δέρμα, κηλίδα στο δέρμα, μογγολοειδής κηλίδα, κηλίδα συνώνυμα, κηλίδα στον ήλιο, κηλίδα λεξικό γλώσσας δανικά, κηλίδα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κηδεμονία στα δανικά - værgemål, formynderskab, værge, værgemålet, lavværgemål
  • κηδεμόνας στα δανικά - forsvarer, formynder, værge, vogter, beskytter, værgen
  • κηλιδώνω στα δανικά - blotch, plet, skjold, pletsyge, bladplet
  • κηπουρική στα δανικά - havebrug, havearbejde, Gartneri, Havebrug, Gardening, haver
Τυχαίες λέξεις
Κηλίδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plet, sted, stedet, spot, godt