Κηλίδα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κηλίδα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ardiloso, vacilar, astuto, ladino, mancha, local, lugar, ponto, vista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κηλίδα
κηλίδα δέρμα, κηλίδα στο δέρμα, μογγολοειδής κηλίδα, κηλίδα συνώνυμα, κηλίδα στον ήλιο, κηλίδα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κηλίδα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κηδεμονία στα πορτογαλικά - prisão, tutela, guarda, a tutela, de tutela, proteção
- κηδεμόνας στα πορτογαλικά - guardião, guardiã, tutor, guarda, responsável
- κηλιδώνω στα πορτογαλικά - mancha, blotch, a mancha
- κηπουρική στα πορτογαλικά - jardinagem, jardinar, de jardinagem, Gardening, jardinando
Τυχαίες λέξεις
Κηλίδα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ardiloso, vacilar, astuto, ladino, mancha, local, lugar, ponto, vista
Μεταφράσεις: ardiloso, vacilar, astuto, ladino, mancha, local, lugar, ponto, vista