Κορδόνι στα δανικά
Μετάφραση: κορδόνι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
reb, snor, ledning, ledningen, kablet, snoren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορδόνι
κορδόνι κερωμένο, κορδόνι συνώνυμα, κορδόνι ορειβατικό, κορδόνι πλήρωσης αρμών, κορδόνι ποντικοουρά, κορδόνι λεξικό γλώσσας δανικά, κορδόνι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κορίτσι στα δανικά - pige, datter, frøken, pigen, girl, piger
- κορδέλα στα δανικά - bånd, farvebånd, båndet, ribbon, farvebåndet
- κορεσμός στα δανικά - mætning, farvemætning, mætningen, mættet, saturation
- κορμοράνος στα δανικά - skarv, skarven, skarver, cormorant, af skarver
Τυχαίες λέξεις
Κορδόνι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: reb, snor, ledning, ledningen, kablet, snoren
Μεταφράσεις: reb, snor, ledning, ledningen, kablet, snoren