Λατρεύω στα δανικά
Μετάφραση: λατρεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λατρεύω
λατρεύω στα αγγλικά, λατρεύω βικιλεξικο, λατρεύω ετυμολογία, λατρεύω τον άντρα μου, λατρεύω συνώνυμα, λατρεύω λεξικό γλώσσας δανικά, λατρεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- λαστιχένιος στα δανικά - viskelæder, gummi, Gummi, Rubber, af gummi, gummi-
- λατρεία στα δανικά - dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse
- λαχανιάζω στα δανικά - bukser, Pant, Buks, stønne
- λαχανικό στα δανικά - vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren
Τυχαίες λέξεις
Λατρεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse
Μεταφράσεις: dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse