Λατρεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λατρεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adorar, adoração, idolatrar, afligir, preocupar, preocupação, reverenciar, culto, a adoração, o culto
Λατρεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λατρεύω

λατρεύω στα αγγλικά, λατρεύω βικιλεξικο, λατρεύω ετυμολογία, λατρεύω τον άντρα μου, λατρεύω συνώνυμα, λατρεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λατρεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λαστιχένιος στα πορτογαλικά - esfregar, friccionar, borracha, de borracha, Rubber, borracha de, da borracha
  • λατρεία στα πορτογαλικά - idolatrar, preocupação, adorar, preocupar, adoração, afligir, reverenciar, ...
  • λαχανιάζω στα πορτογαλικά - pânico, impar, arfar, latejar, pant, calça, cuecas
  • λαχανικό στα πορτογαλικά - vitela, legume, hortaliça, vegetal, vegetais, legumes, produtos hortícolas
Τυχαίες λέξεις
Λατρεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adorar, adoração, idolatrar, afligir, preocupar, preocupação, reverenciar, culto, a adoração, o culto