Λογοκρίνω στα δανικά
Μετάφραση: λογοκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
censor, censur, censurere, censuren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λογοκρίνω
συγκρίνω στα αγγλικά, λογοκρίνω λεξικό γλώσσας δανικά, λογοκρίνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- λογοκλοπή στα δανικά - plagiat, plagiering, et plagiat, Plagiarism, plagiat En
- λογοκλόπος στα δανικά - plagiator
- λογοκριτής στα δανικά - censor, censur, censurere, censuren
- λογομαχία στα δανικά - bytte, strid, argument, udveksling, debat, skænderi, crosstalk, ...
Τυχαίες λέξεις
Λογοκρίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: censor, censur, censurere, censuren
Μεταφράσεις: censor, censur, censurere, censuren