Λογοκρίνω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: λογοκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цензурира, цензурираат, цензор, цензуриран, цензори
Λογοκρίνω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λογοκρίνω

συγκρίνω στα αγγλικά, λογοκρίνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λογοκρίνω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • λογοκλοπή στα σλαβομακεδονικά - плагијати, плагијат, плагијаторство, плагијатот
  • λογοκλόπος στα σλαβομακεδονικά - плагијатор
  • λογοκριτής στα σλαβομακεδονικά - цензурира, цензурираат, цензор, цензуриран, цензори
  • λογομαχία στα σλαβομακεδονικά - Преслушување, на Преслушување
Τυχαίες λέξεις
Λογοκρίνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: цензурира, цензурираат, цензор, цензуриран, цензори