Μακρόστενο στα δανικά
Μετάφραση: μακρόστενο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
aflange, aflang, aflangt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μακρόστενο
μακρόστενο σαλόνι, μακρόστενο πρόσωπο, μακρόστενο μπάνιο, μακρόστενο καθιστικό, μακρόστενο λεξικό γλώσσας δανικά, μακρόστενο στα δανικά
Μεταφράσεις
- μακροθυμία στα δανικά - overbærenhed, henstand, tålmodighed, tilbageholdenhed
- μακρόθυμος στα δανικά - overbærende, eftergivende, mild, langmodighed, langmodig, hårdt prøvede, langmodige
- μακρύς στα δανικά - lang, sid, længe, lange, langt, længere
- μακρύτερος στα δανικά - længere, længere er, mere, længere tid, laengere
Τυχαίες λέξεις
Μακρόστενο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: aflange, aflang, aflangt
Μεταφράσεις: aflange, aflang, aflangt