Μακρόστενο στα ουκρανικά
Μετάφραση: μακρόστενο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прямокутний, довгастий, здовжений, продовгуватий
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μακρόστενο
μακρόστενο σαλόνι, μακρόστενο πρόσωπο, μακρόστενο μπάνιο, μακρόστενο καθιστικό, μακρόστενο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μακρόστενο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μακροθυμία στα ουκρανικά - поблажливість, помірність, балувати, потурати, потакати, терплячість, стриманість, ...
- μακρόθυμος στα ουκρανικά - привілей, милість, поблажливість, потакання, довготерпіння, довготерпінню, довготерпеливість, ...
- μακρύς στα ουκρανικά - самотній, сумовитий, довго
- μακρύτερος στα ουκρανικά - подальший, надалі, додатковий, далі, довше, довше за, найдовше
Τυχαίες λέξεις
Μακρόστενο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прямокутний, довгастий, здовжений, продовгуватий
Μεταφράσεις: прямокутний, довгастий, здовжений, продовгуватий