Μαλώνω στα δανικά

Μετάφραση: μαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lambaste, gennemhegler
Μαλώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαλώνω

μαλώνω το παιδί, μαλώνω συνώνυμα, ονειρα μαλώνω, μαλώνω francais, μαλώνω ονειροκριτης, μαλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, μαλώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαλλιά στα δανικά - hår, håret, hair, hårtørrer
  • μαλλιαρός στα δανικά - uldne, ulden, uldagtig, uldent, blakket
  • μαμά στα δανικά - mumie, mum, mor
  • μαμούδι στα δανικά - mamoudi
Τυχαίες λέξεις
Μαλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lambaste, gennemhegler