Μαλώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: μαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftuigen, afranselen, scherp kritiseren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαλώνω
μαλώνω το παιδί, μαλώνω συνώνυμα, ονειρα μαλώνω, μαλώνω francais, μαλώνω ονειροκριτης, μαλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαλώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μαλλιά στα ολλανδικά - haren, haar, haardos, hair, het haar
- μαλλιαρός στα ολλανδικά - ruigharig, harig, ruig, wollig, wollige, wolharige, wollen, ...
- μαμά στα ολλανδικά - mamma, mama, mummie, mammie, moeder, mum, het Mamma van
- μαμούδι στα ολλανδικά - kiem, zaad, zaadkiem, fout, ziektekiem, microbe, boeg, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aftuigen, afranselen, scherp kritiseren
Μεταφράσεις: aftuigen, afranselen, scherp kritiseren