Μαλώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ridicularizar, espancar, lambaste, desancar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαλώνω
μαλώνω το παιδί, μαλώνω συνώνυμα, ονειρα μαλώνω, μαλώνω francais, μαλώνω ονειροκριτης, μαλώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαλώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μαλλιά στα πορτογαλικά - saraiva, cabelo, granizo, pêlo, de cabelo, cabelos, do cabelo, ...
- μαλλιαρός στα πορτογαλικά - peludo, piloso, lanoso, woolly, lã, de lã
- μαμά στα πορτογαλικά - mãezinha, mãe, mamã, mum, a mamã, mamã do
- μαμούδι στα πορτογαλικά - micróbio, grelo, germes, insecto, broto, germe, erro, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαλώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ridicularizar, espancar, lambaste, desancar
Μεταφράσεις: ridicularizar, espancar, lambaste, desancar