Μεγεθύνω στα δανικά
Μετάφραση: μεγεθύνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstørre, forstør, større billede, større, større billede I
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγεθύνω
μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω ή μεγενθύνω, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθύνω λεξικό γλώσσας δανικά, μεγεθύνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- μεγαλόψυχος στα δανικά - storsindet, storsindede, høimodig, ædelmodig, højmodig
- μεγαλώνω στα δανικά - vokse, ske, blive, vokse op, vokser op, at vokse op, bliver stor
- μεγιστάνας στα δανικά - tycoon, magnat, pamper, rigmand
- μεζές στα δανικά - godbid, lækkerbidsken, godbidden, lækkerbisken
Τυχαίες λέξεις
Μεγεθύνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forstørre, forstør, større billede, større, større billede I
Μεταφράσεις: forstørre, forstør, større billede, større, større billede I