Μεγεθύνω στα ουγγρικά

Μετάφραση: μεγεθύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyít, nagyításhoz, enlarge, nagyítani, nagyításához
Μεγεθύνω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγεθύνω

μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω ή μεγενθύνω, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μεγεθύνω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μεγαλόψυχος στα ουγγρικά - nagylelkű, önzetlen, nagylelkû, nagyvonalú
  • μεγαλώνω στα ουγγρικά - felnő, nőnek fel, felnőni, felnőnek
  • μεγιστάνας στα ουγγρικά - iparmágnás, Tycoon, mágnás, a Tycoon
  • μεζές στα ουγγρικά - tízórai, falatka, gyorsétkezés, uzsonna, harapás, részesedés, falatozás, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεγεθύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nagyít, nagyításhoz, enlarge, nagyítani, nagyításához