Μεγεθύνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μεγεθύνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aumentar, prazer, ampliar, alargar, alargar a, aumentá
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγεθύνω
μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω ή μεγενθύνω, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθύνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεγεθύνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μεγαλόψυχος στα πορτογαλικά - magnânimo, magnânima, magnanimous, magnânimos, generoso
- μεγαλώνω στα πορτογαλικά - tornar, crescer, cultivar, amanhar, suspender, medrar, acontecer, ...
- μεγιστάνας στα πορτογαλικά - magnata, Tycoon, magnata do, magnata da, empresário bem sucedido
- μεζές στα πορτογαλικά - guloseima, acepipe, titbit, boato, petisco
Τυχαίες λέξεις
Μεγεθύνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aumentar, prazer, ampliar, alargar, alargar a, aumentá
Μεταφράσεις: aumentar, prazer, ampliar, alargar, alargar a, aumentá