Μενεξές στα δανικά

Μετάφραση: μενεξές, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
violet, violette, lilla, viol
Μενεξές στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μενεξές

μενεξές γεώργιος απθ, μενεξές ξάνθη, μενεξές φυτό, μενεξές τραγούδι, μενεξές στίχοι, μενεξές λεξικό γλώσσας δανικά, μενεξές στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεμψίμοιρος στα δανικά - krakilsk, klynkende, kværulantisk, brokkehoved
  • μεμψιμοιρώ στα δανικά - brumme, knurre, kværulere, cavil
  • μερίδα στα δανικά - medgift, del, portion, afsnit, delen
  • μερίδιο στα δανικά - rolle, division, del, deling, andel, Del, Share, ...
Τυχαίες λέξεις
Μενεξές στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: violet, violette, lilla, viol