Μενεξές στα πολωνικά
Μετάφραση: μενεξές, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fioletowy, fiolet, fiołkowy, fiołek, fioletowe, violet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μενεξές
μενεξές γεώργιος απθ, μενεξές ξάνθη, μενεξές φυτό, μενεξές τραγούδι, μενεξές στίχοι, μενεξές λεξικό γλώσσας πολωνικά, μενεξές στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μεμψίμοιρος στα πολωνικά - zrzędny, kłótliwy, ckliwy, sentymentalny, narzekający, marudny
- μεμψιμοιρώ στα πολωνικά - skarżyć, pomruk, sarkać, gderać, grzmieć, dokuczać, burczeć, ...
- μερίδα στα πολωνικά - racjonować, fragment, porcjować, wydzielać, część, motowiązanie, racja, ...
- μερίδιο στα πολωνικά - rola, uczestniczyć, cześć, oddzielać, rozstawać, część, strona, ...
Τυχαίες λέξεις
Μενεξές στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: fioletowy, fiolet, fiołkowy, fiołek, fioletowe, violet
Μεταφράσεις: fioletowy, fiolet, fiołkowy, fiołek, fioletowe, violet