Μενεξές στα ολλανδικά
Μετάφραση: μενεξές, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, paarse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μενεξές
μενεξές γεώργιος απθ, μενεξές ξάνθη, μενεξές φυτό, μενεξές τραγούδι, μενεξές στίχοι, μενεξές λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μενεξές στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μεμψίμοιρος στα ολλανδικά - klagerig, knorrige, ontevreden
- μεμψιμοιρώ στα ολλανδικά - sputteren, mopperen, kankeren, morren, vitten, cavil, kort bij Cavil, ...
- μερίδα στα ολλανδικά - stuk, gedeelte, rantsoen, portie, part, deel, aandeel
- μερίδιο στα ολλανδικά - stuk, deel, afbreken, scheiden, delen, opsplitsen, deling, ...
Τυχαίες λέξεις
Μενεξές στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, paarse
Μεταφράσεις: paars, violetkleurig, pimpelpaars, viooltje, violet, viool, violette, paarse