Μερικοί στα δανικά

Μετάφραση: μερικοί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lidt, nogle, visse, vis, noget, en vis
Μερικοί στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερικοί

μερικοί άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γίνονται γονείς, μερικοί το προτιμούν καυτό, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό, μερικοί άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό (1986), μερικοί λεξικό γλώσσας δανικά, μερικοί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεραρχία στα δανικά - fordeling, deling, division, opdeling, afdeling, divisionen
  • μεριά στα δανικά - skråning, side, siden, kanten, sider
  • μερικός στα δανικά - lidt, delvis, partiel, delvise, delvist, del
  • μερικώς στα δανικά - delvis, dels, delvist, til dels, bl.a.
Τυχαίες λέξεις
Μερικοί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lidt, nogle, visse, vis, noget, en vis