Μερικοί στα ολλανδικά

Μετάφραση: μερικοί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
iemand, enigszins, circa, plusminus, ongeveer, sommige, enkele, enig, zowat, enige, wat, een aantal
Μερικοί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερικοί

μερικοί άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γίνονται γονείς, μερικοί το προτιμούν καυτό, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό, μερικοί άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό (1986), μερικοί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μερικοί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μεραρχία στα ολλανδικά - deling, verdeling, legerafdeling, divisie, afdeling, verdeeldheid
  • μεριά στα ολλανδικά - kant, flank, glooiing, helling, schuinte, ver, zijde, ...
  • μερικός στα ολλανδικά - enigszins, partieel, zowat, iemand, wat, enige, sommige, ...
  • μερικώς στα ολλανδικά - deels, gedeeltelijk, ten dele, mede, deel
Τυχαίες λέξεις
Μερικοί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: iemand, enigszins, circa, plusminus, ongeveer, sommige, enkele, enig, zowat, enige, wat, een aantal