Μερικοί στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μερικοί, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alguma, algum, alguns, alguém, aproximadamente, somália, algumas, cerca, uma
Μερικοί στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μερικοί

μερικοί άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γίνονται γονείς, μερικοί το προτιμούν καυτό, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό, μερικοί άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, μερικοί το προτιμούν ηλεκτρονικό (1986), μερικοί λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μερικοί στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μεραρχία στα πορτογαλικά - divisão, divisão de, repartição, a divisão, de divisão
  • μεριά στα πορτογαλικά - lado, vertente, banda, declives, flanco, rampa, costado, ...
  • μερικός στα πορτογαλικά - alguma, cerca, algumas, alguém, aproximadamente, dividir, parte, ...
  • μερικώς στα πορτογαλικά - divisória, parcialmente, em parte, parte
Τυχαίες λέξεις
Μερικοί στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alguma, algum, alguns, alguém, aproximadamente, somália, algumas, cerca, uma