Μεσολάβηση στα δανικά

Μετάφραση: μεσολάβηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mægling, formidling, mediation, mæglingen
Μεσολάβηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεσολάβηση

μεσολάβηση και διαιτησία, μεσολάβηση συνώνυμο, διαπολιτισμική μεσολάβηση, δικαστική μεσολάβηση, μεσολάβηση english, μεσολάβηση λεξικό γλώσσας δανικά, μεσολάβηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μεσημεριανό στα δανικά - frokost, frokosten
  • μεσιτεία στα δανικά - mæglervirksomhed, kurtage, Brokerage, Mæglere, mæglerhonorar
  • μεσοφόρι στα δανικά - underkjole, Petticoat, skørt, underskørt, Skjørt
  • μεστός στα δανικά - hele, fuld, moden, total, kortfattet, præcis, koncis, ...
Τυχαίες λέξεις
Μεσολάβηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mægling, formidling, mediation, mæglingen