Μετοχή στα δανικά
Μετάφραση: μετοχή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
andel, Del, Share, aktie, andelen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετοχή
μετοχή πειραιως, μετοχή της eurobank, μετοχή οτε, μετοχή τράπεζας κύπρου, μετοχή αρχαία ελληνικά, μετοχή λεξικό γλώσσας δανικά, μετοχή στα δανικά
Μεταφράσεις
- μετεωρολόγος στα δανικά - meteorolog, meteorologen, er meteorolog
- μετουσιώνω στα δανικά - denatureret, denaturerede, denatureres, der denatureres, er denatureret
- μετρ στα δανικά - mester, herre, hersker, maitre, maître
- μετρητά στα δανικά - kontant, kontanter, cash, penge, kontante
Τυχαίες λέξεις
Μετοχή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: andel, Del, Share, aktie, andelen
Μεταφράσεις: andel, Del, Share, aktie, andelen