Μετοχή στα ουγγρικά
Μετάφραση: μετοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
participium, részvény, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μετοχή
μετοχή πειραιως, μετοχή της eurobank, μετοχή οτε, μετοχή τράπεζας κύπρου, μετοχή αρχαία ελληνικά, μετοχή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μετοχή στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μετεωρολόγος στα ουγγρικά - meteorológus, meteorológusa, meteorológus volt, meteorológusok
- μετουσιώνω στα ουγγρικά - denaturált, denaturálva, a denaturált, denaturáljuk, denaturáltuk
- μετρ στα ουγγρικά - tanító, fiatalúr, maitre, maître
- μετρητά στα ουγγρικά - készpénz, cash, készpénzben, készpénzt, pénzbeli
Τυχαίες λέξεις
Μετοχή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: participium, részvény, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést
Μεταφράσεις: participium, részvény, részesedés, részesedése, részesedését, részesedést