Νόρμα στα δανικά

Μετάφραση: νόρμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
norm, normen, reglen
Νόρμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νόρμα

νόρμα ορισμός, νόρμα πίνακα, νόρμα υπόθεση, νόρμα μπελίνι υπόθεση, νόρμα όπερα, νόρμα λεξικό γλώσσας δανικά, νόρμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νόμισμα στα δανικά - valuta, mønt, valutaen
  • νόμος στα δανικά - lov, ret, lovgivning, loven, lovgivningen
  • νόσος στα δανικά - sygdom, sygdommen, sygdomme, disease
  • νόστιμος στα δανικά - toothsome
Τυχαίες λέξεις
Νόρμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: norm, normen, reglen