Ξεκαρδιστικός στα δανικά

Μετάφραση: ξεκαρδιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjove, lattervækkende, hylende morsomme, morsom, løssluppent
Ξεκαρδιστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκαρδιστικός

ξεκαρδιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, ξεκαρδιστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξεκάθαρος στα δανικά - entydig, utvetydig, utvetydige, entydige, entydigt
  • ξεκίνημα στα δανικά - start, begynde, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
  • ξεκινώ στα δανικά - begynde, start, begyndelse, starten, starte, startsiden, begyndelsen
  • ξεκουμπώνω στα δανικά - unbuckle
Τυχαίες λέξεις
Ξεκαρδιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sjove, lattervækkende, hylende morsomme, morsom, løssluppent