Οικοδόμος στα δανικά

Μετάφραση: οικοδόμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
builder, bygherre, bygmester, bygherren, entreprenøren
Οικοδόμος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικοδόμος

οικοδόμος blog, ζητείται οικοδόμος, χριστοδουλόπουλος οικοδόμος, οικοδόμος μετάφραση αγγλικά, οικοδόμος θύρα 7, οικοδόμος λεξικό γλώσσας δανικά, οικοδόμος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οικοδεσπότης στα δανικά - vært, host, værten, masse, væld
  • οικοδομώ στα δανικά - bygge, konstruere, fremstille, opbygge, bygger, skabe, at bygge
  • οικολογία στα δανικά - økologi, økologien, økologiske, ecology, økologisk
  • οικολογικός στα δανικά - økologisk, økologiske, miljømæssige, den økologiske, miljømæssig
Τυχαίες λέξεις
Οικοδόμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: builder, bygherre, bygmester, bygherren, entreprenøren