Οικοδόμος στα ισλανδικά
Μετάφραση: οικοδόμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggingameistari, byggir, Builder, byggingaraðili
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδόμος
οικοδόμος blog, ζητείται οικοδόμος, χριστοδουλόπουλος οικοδόμος, οικοδόμος μετάφραση αγγλικά, οικοδόμος θύρα 7, οικοδόμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οικοδόμος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- οικοδεσπότης στα ισλανδικά - gestgjafi, her, vél, vélin, hýsa
- οικοδομώ στα ισλανδικά - byggja, byggja upp, að byggja, að byggja upp, byggt
- οικολογία στα ισλανδικά - vistfræði, Ecology, lífríki, vistkerfi, vistkerfa
- οικολογικός στα ισλανδικά - vistfræðilegar, vistfræðileg, vistfræðilegt, vistfræðilega, vistvæn
Τυχαίες λέξεις
Οικοδόμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: byggingameistari, byggir, Builder, byggingaraðili
Μεταφράσεις: byggingameistari, byggir, Builder, byggingaraðili