Οκνηρία στα δανικά
Μετάφραση: οκνηρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kedsomhed, Sloth, dovenskab, dovendyr, ladhed, dovenskabens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οκνηρία
κοινωνική οκνηρία, οκνηρία λεξικο, οκνηρία συνώνυμο, οκνηρία συνώνυμα, οκνηρία wiki, οκνηρία λεξικό γλώσσας δανικά, οκνηρία στα δανικά
Μεταφράσεις
- οικόσημο στα δανικά - højdepunkt, våbenskjold, våben, rigsvåben, våbenskjoldet, heraldisk
- οινόπνευμα στα δανικά - alkohol, ånd, ånden, Aand
- οκνός στα δανικά - loitering, slentre, ophold på forbudte steder
- ολέθριος στα δανικά - perniciøs, skadelige, skadelig, ødelæggende, skadeligt
Τυχαίες λέξεις
Οκνηρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kedsomhed, Sloth, dovenskab, dovendyr, ladhed, dovenskabens
Μεταφράσεις: kedsomhed, Sloth, dovenskab, dovendyr, ladhed, dovenskabens